3,277,797
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαχέω''': (ἴδε χέω)· μέλλ. -χέω· ἀόρ. -έχεα, Ἐπ. -έχευα (ὁ [[μόνος]] [[χρόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Χύνω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], τὸν χοῦν Ἡρόδ. 2. 150· -παρ’ Ὁμ., [[διαμελίζω]], [[διαμερίζω]], αἶψ’ ἄρα μιν διέχευαν Ὀδ. Γ. 456, πρβλ. Ἰλ. Η. 316, κτλ. 2) [[διαλύω]], [[τήκω]], [[χύνω]] τι τετηκός, χαλκὸν Παυσ. 9. 41, 1· [[διακόπτω]], [[διαλύω]], [[διαχωρίζω]], [[καταστρέφω]], ἀντίθ. πηγνύναι Πλάτ. Φιλ. 46D· νῆα… διέχευαν ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 320 -δ. φύματα, [[διασκορπίζω]], [[ἐξαφανίζω]] ὄγκους, οἰδήματα, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 61· δ. ἴχνη, [[καταστρέφω]] πᾶν [[ἴχνος]], Ξεν. Κυν. 5, 3. 3) μεταφ., [[συγχέω]], [[φέρω]] σύγχυσιν, τὰ βεβουλευμένα Ἡρόδ. 8. 57. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., χύνομαι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, Ἡρόδ. 6. 119, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 233. 2) [[διατρέχω]], ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, Θουκ. 2. 75, 76. 3) διαλύομαι, τήκομαι, Ξεν. Κυν. 8. 1, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ πτώματος, Ἡρόδ. 3. 16· [[διασκορπίζω]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 34· ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 1137B. 4) μεταφ., [[γίνομαι]] [[φαιδρός]], διανοίγομαι, ἀντίθ. [[σκυθρωπάζω]], Πλάτ. Συμπ. 206D· εἶμαι παραλελυμένος, ὑπὸ μέθης διακεχυμένος ὁ αὐτ. Νόμ. 775C· [[μαλακὸν]] καὶ διακεχυμένον βλέπειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48· δ. [[πρόσωπον]], φαιδρόν, Πλούτ. Ἀλεξ. 19· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἶμαι [[γαλήνιος]], ὁ αὐτ. 2. 82F. | |lstext='''διαχέω''': (ἴδε χέω)· μέλλ. -χέω· ἀόρ. -έχεα, Ἐπ. -έχευα (ὁ [[μόνος]] [[χρόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Χύνω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], τὸν χοῦν Ἡρόδ. 2. 150· -παρ’ Ὁμ., [[διαμελίζω]], [[διαμερίζω]], αἶψ’ ἄρα μιν διέχευαν Ὀδ. Γ. 456, πρβλ. Ἰλ. Η. 316, κτλ. 2) [[διαλύω]], [[τήκω]], [[χύνω]] τι τετηκός, χαλκὸν Παυσ. 9. 41, 1· [[διακόπτω]], [[διαλύω]], [[διαχωρίζω]], [[καταστρέφω]], ἀντίθ. πηγνύναι Πλάτ. Φιλ. 46D· νῆα… διέχευαν ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 320 -δ. φύματα, [[διασκορπίζω]], [[ἐξαφανίζω]] ὄγκους, οἰδήματα, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 61· δ. ἴχνη, [[καταστρέφω]] πᾶν [[ἴχνος]], Ξεν. Κυν. 5, 3. 3) μεταφ., [[συγχέω]], [[φέρω]] σύγχυσιν, τὰ βεβουλευμένα Ἡρόδ. 8. 57. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., χύνομαι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, Ἡρόδ. 6. 119, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 233. 2) [[διατρέχω]], ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, Θουκ. 2. 75, 76. 3) διαλύομαι, τήκομαι, Ξεν. Κυν. 8. 1, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ πτώματος, Ἡρόδ. 3. 16· [[διασκορπίζω]], ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 34· ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 1137B. 4) μεταφ., [[γίνομαι]] [[φαιδρός]], διανοίγομαι, ἀντίθ. [[σκυθρωπάζω]], Πλάτ. Συμπ. 206D· εἶμαι παραλελυμένος, ὑπὸ μέθης διακεχυμένος ὁ αὐτ. Νόμ. 775C· [[μαλακὸν]] καὶ διακεχυμένον βλέπειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48· δ. [[πρόσωπον]], φαιδρόν, Πλούτ. Ἀλεξ. 19· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἶμαι [[γαλήνιος]], ὁ αὐτ. 2. 82F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[διέχεα]], <i>épq. et ion.</i> [[διέχευα]] ; <i>part. pf. Pass.</i> διακεχυμένος;<br /><b>1</b> dissoudre en liquéfiant, faire fondre : διαχεῖται ἡ [[χιών]] XÉN la neige fond ; διακεχυμένοι τοῖς προσώποις PLUT gens dont le visage est épanoui ; διακεχυμένῳ προσώπῳ PLUT visage épanoui ; τὰ βεβουλευμένα διαχέαι HDT faire évanouir des projets;<br /><b>2</b> faire se répandre de côté et d’autre : [[χοῦν]] HDT faire s’effondrer <i>ou</i> détruire un terrassement ; [[χῶμα]] ἐπὶ πολὺ διαχεῖται THC le terrassement s’effondre en grande partie ; <i>en parl. de soldats</i> se disperser de tous côtés ; dissoudre, désagréger ; dépecer, déchirer : [[αἶψα]] [[δέ]] μιν διέχευαν OD aussitôt ils le dépecèrent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χέω]]. | |||
}} | }} |