3,274,873
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκευάζω''': μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]], [[στολίζω]], τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν [[ἑτοιμάζω]], προνοῶ, [[προμηθεύομαι]], τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· [[πρός]] τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-[[σκευάζω]] ὅλα μου τὰ τεχνάσματα [[ἀπέναντι]] τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ [[ἐπεξεργάζομαι]]) [[ἔργον]] πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ [[ἐντεῦθεν]] διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω. | |lstext='''διασκευάζω''': μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]], [[στολίζω]], τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν [[ἑτοιμάζω]], προνοῶ, [[προμηθεύομαι]], τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· [[πρός]] τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-[[σκευάζω]] ὅλα μου τὰ τεχνάσματα [[ἀπέναντι]] τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ [[ἐπεξεργάζομαι]]) [[ἔργον]] πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ [[ἐντεῦθεν]] διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διασκευάσω, <i>etc.</i><br />revêtir : τινα [[βασιλικῶς]] LUC qqn des insignes de la royauté ; <i>Pass.</i> [[ἄνδρες]] [[εἰς]] Σατύρους διεσκευασμένοι PLUT hommes déguisés en satyres ; <i>abs.</i> διασκευάζειν τινὰ [[εἰς]] τὴν πρᾶξιν PLUT préparer <i>litt.</i> arranger, vêtir qqn pour l’action;<br /><i><b>Moy.</b></i> διασκευάζομαι s’arranger, faire ses préparatifs : πρὸς τοὺς δικαστάς XÉN prendre ses dispositions auprès de ses juges, <i>càd</i> tâcher de les corrompre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκευάζω]]. | |||
}} | }} |