Anonymous

δοτήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[δίδωμι]]) ὁ διδούς, παρέχων, διανέμων, ταμίαι… σίτοιο δοτῆρες Ἰλ. Τ. 44· ὀϊστοὶ θανάτοιο δ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· ― ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, [[δοτήρ]] εὐθαρσέος ἥβης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρη 9· πυρὸς βροτοῖς δοτῆρα Αἰσχύλ. Πρ. 312· πρβλ. [[δωτήρ]]. ― Ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[δότης]], [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9.
|lstext='''δοτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[δίδωμι]]) ὁ διδούς, παρέχων, διανέμων, ταμίαι… σίτοιο δοτῆρες Ἰλ. Τ. 44· ὀϊστοὶ θανάτοιο δ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· ― ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, [[δοτήρ]] εὐθαρσέος ἥβης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρη 9· πυρὸς βροτοῖς δοτῆρα Αἰσχύλ. Πρ. 312· πρβλ. [[δωτήρ]]. ― Ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[δότης]], [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui donne, qui distribue, gén.;<br /><b>2</b> celui qui fait don de.<br />'''Étymologie:''' [[δίδωμι]].
}}
}}