Anonymous

διομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διομᾰλίζω''': [[διαμένω]] ὁ αὐτὸς [[πάντοτε]], Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -[[ἐντεῦθεν]] διομᾰλισμός, ὁ, [[ὁμαλότης]], [[σταθερότης]], ὁ αὐτ. Π. 3. 244.
|lstext='''διομᾰλίζω''': [[διαμένω]] ὁ αὐτὸς [[πάντοτε]], Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -[[ἐντεῦθεν]] διομᾰλισμός, ὁ, [[ὁμαλότης]], [[σταθερότης]], ὁ αὐτ. Π. 3. 244.
}}
{{bailly
|btext=rester le même, être d’une humeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὁμαλίζω]].
}}
}}