Anonymous

δραγματηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δραγμᾰτηφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων δράγματα, δέματα σταχύων, Βάβρ. 88. 16.
|lstext='''δραγμᾰτηφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων δράγματα, δέματα σταχύων, Βάβρ. 88. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des gerbes.<br />'''Étymologie:''' [[δράγμα]], [[φέρω]].
}}
}}