Anonymous

δίωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίωσις''': -εως, ἡ, τὸ ὠθεῖν [[μακράν]], ἄπωσις, Ἀριστ. Προβλ. 34. 8. ΙΙ. ἡ [[ἀπόρριψις]], [[ἀργοπορία]], ἀναβολή, δίκης ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 12, 8.
|lstext='''δίωσις''': -εως, ἡ, τὸ ὠθεῖν [[μακράν]], ἄπωσις, Ἀριστ. Προβλ. 34. 8. ΙΙ. ἡ [[ἀπόρριψις]], [[ἀργοπορία]], ἀναβολή, δίκης ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 12, 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />défense contre une accusation.<br />'''Étymologie:''' [[διωθέω]].
}}
}}