3,277,119
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσεργος''': -ον, [[δυσκατέργαστος]], ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[λίαν]] [[δύσκολος]], Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], [[πρός]] τι Ἀππ. Συρ. 16· [[χεῖμα]] δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8. | |lstext='''δύσεργος''': -ον, [[δυσκατέργαστος]], ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[λίαν]] [[δύσκολος]], Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], [[πρός]] τι Ἀππ. Συρ. 16· [[χεῖμα]] δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;<br /><b>II.</b> impropre au travail, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> inhabile au travail, qui travaille avec peine;<br /><b>2</b> qui rend le travail difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |