Anonymous

δύσεργος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσεργος''': -ον, [[δυσκατέργαστος]], ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[λίαν]] [[δύσκολος]], Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], [[πρός]] τι Ἀππ. Συρ. 16· [[χεῖμα]] δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.
|lstext='''δύσεργος''': -ον, [[δυσκατέργαστος]], ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[λίαν]] [[δύσκολος]], Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], [[πρός]] τι Ἀππ. Συρ. 16· [[χεῖμα]] δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;<br /><b>II.</b> impropre au travail, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> inhabile au travail, qui travaille avec peine;<br /><b>2</b> qui rend le travail difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἔργον]].
}}
}}