Anonymous

δουλαγωγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλᾰγωγέω''': ὑπὸ δουλείαν ἄγω, μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον. Διόδ. 12. 24. 2) μεταφ., ἐπὶ ἡδονῆς, κτλ., δ. τινα Λογγῖν. 44. 6· [[ὡσαύτως]], τὸ [[σῶμα]], [[ὑποτάσσω]], [[φέρω]] αὐτὸ εἰς ὑποταγήν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. θ΄, 27.
|lstext='''δουλᾰγωγέω''': ὑπὸ δουλείαν ἄγω, μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον. Διόδ. 12. 24. 2) μεταφ., ἐπὶ ἡδονῆς, κτλ., δ. τινα Λογγῖν. 44. 6· [[ὡσαύτως]], τὸ [[σῶμα]], [[ὑποτάσσω]], [[φέρω]] αὐτὸ εἰς ὑποταγήν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. θ΄, 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> réduire en esclavage, asservir;<br /><b>2</b> traiter comme un esclave, <i>càd</i> durement ; NT mortifier (les passions).<br />'''Étymologie:''' [[δοῦλος]], [[ἀγωγή]].
}}
}}