3,273,768
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδιάλῠτος''': -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· [[τάξις]] Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10. | |lstext='''δυσδιάλῠτος''': -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· [[τάξις]] Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαλύω]]. | |||
}} | }} |