Anonymous

δυσδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιάλῠτος''': -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· [[τάξις]] Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.
|lstext='''δυσδιάλῠτος''': -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· [[τάξις]] Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαλύω]].
}}
}}