δυσδιάλυτος

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάλῠτος Medium diacritics: δυσδιάλυτος Low diacritics: δυσδιάλυτος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdiálytos Transliteration B: dysdialytos Transliteration C: dysdialytos Beta Code: dusdia/lutos

English (LSJ)

δυσδιάλυτον,
A hard to dissolve, Arist.Pr.870b31 (Comp.): σχῆμα τῆς τάξεως Plb.1.26.16.
2 hard to digest, Philotim. ap. Ath.2.53f, Gal.16.760.
II hard to reconcile, Arist.EN1126a20.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fisiol. difícil de disolver o disgregar, difícil de absorber τὰ ὑγρὰ τοῦ χειμῶνος πέπηγε ... δυσδιαλυτώτερα Arist.Pr.870b31, en la digestión δυσκατέργαστά ἐστιν ὠμὰ πάντα καὶ δυσδιάλυτα Phylotim.8, (μύκητες) Dsc.4.82, τὰ κρέα Gal.16.760, (τὸ γάλα) Sor.2.9.48
subst. τὸ δ. difícil absorción τοῦ χυμοῦ Gal.7.378.
2 difícil de deshacer, resistente σχῆμα τῆς τάξεως de una formación naval, Plb.1.26.16, cf. Theol.Ar.21, δεσμός Ph.2.511, cf. Sch.Er.Il.15.18a, ὥστε καὶ λίθῳ καὶ σιδήρῳ δυσδιάλυτον ref. a lo que está bien ajustado, Plu.2.983d
fig. difícil de suprimir, difícil de aplacar ἡ ἔχθρα Chrys.M.49.205
de la enfermedad pertinaz, difícil de curar Gr.Nyss.Ep.19.17.
II difícil de reconciliar οἱ δὲ πικροί ref. al temperamento de la pers., Arist.EN 1126a20.

German (Pape)

[Seite 677] schwer aufzulösen, zu trennen; τάξις Pol. 1, 26, 16; Plut.; schwer zu versöhnen, Arist. Eth. 4, 5, 11; von Speisen, Ath. II, 53 f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.
Étymologie: δυσ-, διαλύω.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιάλῠτος:
1 трудно разложимый (τὰ σφόδρα συνεστηκότα Arst.);
2 нерасторжимый, неразрывный, воен. который трудно прорвать (τάξις Polyb.);
3 с трудом разбиваемый или раскалываемый (λίθῳ καὶ σιδήρῳ Plut.);
4 непримиримый (οἱ πικροί, sc. ἄνδρες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάλῠτος: -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· τάξις Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσδιάλυτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διαλύεται («σκόνη δυσδιάλυτη στο νερό»)
αρχ.
1. (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται.

Greek Monotonic

δυσδιάλῠτος: -ον, αυτός που δύσκολα διαλύεται, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυσ-διάλῠτος, ον
hard to reconcile, Arist.