Anonymous

δυσφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσφροσύνη''': ἡ, [[στενοχωρία]], [[μέριμνα]], [[φροντίς]], Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
|lstext='''δυσφροσύνη''': ἡ, [[στενοχωρία]], [[μέριμνα]], [[φροντίς]], Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chagrin, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[δύσφρων]].
}}
}}