δυσφροσύνη
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἡ, anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [plu. gen. δυσφροσυνέων Hes.Th.102, δυσφροσυνάων Hes.Th.528, Simon.73D.; dat. δυσφροσύναισι E.Tr.597]
1 pena, aflicción εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων ... δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται Hes.Th.102, Ἡρακλέης ... ἐλύσατο δυσφροσυνάων Héracles lo liberó de sus penas a Prometeo, Hes.Th.528, οὐδ' ἂν δυσφροσύνας ... θνητὸς ἀνὴρ ... προφύγοι Thgn.1189, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνά<ω>ν vino que ahuyenta las penas Simon.l.c., op. εὐφροσύνη Hp.Morb.Sacr.14, Chrysipp.Stoic.3.19, τὰς δυσφροσύνας ἐκποδὼν ποιησάμενοι Ph.2.75.
2 irritación, indignación c. gen. subjet. οἰχομένας πόλεως ... δυσφροσύναισι θεῶν E.l.c.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, Missmut, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφροσύνη -ης, ἡ [δύσφρων] plur. zorgen.
Russian (Dvoretsky)
δυσφροσύνη: ἡ огорчение, печаль Hes.
Greek Monolingual
δυσφροσύνη, η (Α)
η δυσφρόνη.
Greek Monotonic
δυσφροσύνη: ἡ, στενοχώρια, μέριμνα, φροντίδα, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
Middle Liddell
δυσφροσύνη, ἡ,
anxiety, care, Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from δύσφρων