Anonymous

δυσίατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσίᾱτος''': [ῑ], -ον, [[δυσθεράπευτος]], κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· [[νόσημα]] Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.
|lstext='''δυσίᾱτος''': [ῑ], -ον, [[δυσθεράπευτος]], κληῒς Ἱππ. Ἄρθρ. 790· κακὸν δ., ἀνίατον κακόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1103· ὀργὴ Εὐρ. Μηδ. 520· [[νόσημα]] Πλάτ. Νόμ. 916Α κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à guérir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἰάομαι]].
}}
}}