Anonymous

δύστοκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύστοκος''': -ον, [[μετὰ]] πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.
|lstext='''δύστοκος''': -ον, [[μετὰ]] πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfanté pour le malheur, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίκτω]].
}}
}}