δύστοκος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστοκος Medium diacritics: δύστοκος Low diacritics: δύστοκος Capitals: ΔΥΣΤΟΚΟΣ
Transliteration A: dýstokos Transliteration B: dystokos Transliteration C: dystokos Beta Code: du/stokos

English (LSJ)

δύστοκον, born for mischief, δάκος E.Fr.863.

Spanish (DGE)

-ον
1 nacido para causar desgracia λύγκα, δ. δάκος E.Fr.863.
2 difícil de parir δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.Gaur.5.3.
3 que pare con dificultad, que le cuesta parir (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι ἄγαν Chrysipp.Stoic.2.212, ἔτι δὲ ἄνω κειμένων τῶν ὑστερῶν ἀνάγκη δυστόκους γίνεσθαι Phlp.in GA 16.6.

German (Pape)

[Seite 689] schwer gebärend; zum Unheil geboren, Eur. bei Ael. H. A. 14, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté pour le malheur, funeste.
Étymologie: δυσ-, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

δύστοκος: рожденный на беду (δάκος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δύστοκος: -ον, μετὰ πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.

Greek Monolingual

, -η, -ο (AM δύστοκος, -ον)
αυτή που έχει δύσκολο τοκετό
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε για κακό.

Greek Monotonic

δύστοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά με πόνο.

Middle Liddell

δύσ-τοκος, ον τίκτω
bringing forth with pain.