Anonymous

δροσώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δροσώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] δρόσῳ, [[δροσερός]], [[ὑγρός]], Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος [[νοτίς]], [[πηγή]], Εὐρ. Βάκχ. 704.
|lstext='''δροσώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] δρόσῳ, [[δροσερός]], [[ὑγρός]], Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος [[νοτίς]], [[πηγή]], Εὐρ. Βάκχ. 704.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à de la rosée.<br />'''Étymologie:''' [[δρόσος]], -ωδης.
}}
}}