Anonymous

δυσπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπολέμητος''': -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον [[εἶναι]] Δημ. 41. 9.
|lstext='''δυσπολέμητος''': -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον [[εἶναι]] Δημ. 41. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contre qui l’on ne peut guerroyer, invincible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πολεμέω]].
}}
}}