Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσπολέμητος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολέμητος Medium diacritics: δυσπολέμητος Low diacritics: δυσπολέμητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspolémētos Transliteration B: dyspolemētos Transliteration C: dyspolemitos Beta Code: duspole/mhtos

English (LSJ)

δυσπολέμητον, hard to war with, A.Supp.648 (lyr., s.v.l.), Isoc.4.138; εἰ δέ τις… δ. οἴεται τὸν φίλιππον εἶναι D.4.4; δυσπολέμητον ὅπλον, of friendship, Luc.Tox.36.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. o ref. pers. difícil de combatir, duro adversario Isoc.4.138, ὁ Φίλιππος D.4.4, 11.15, τῶν ἀντιπάλων ἰσχύς D.H.3.23, cf. D.C.38.45.1, 45.36.4, Poll.1.157, Lib.Or.63.20
fig. difícil de vencer, invencible ὅπλον de la amistad, Luc.Tox.36.
2 de un territorio o país difícil de conquistar, difícil para la lucha de Arabia, D.S.2.1.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu bekriegen; Aesch. Suppl. 637 u. Folgde; Isocr. 4, 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l'on ne peut guerroyer, invincible.
Étymologie: δυσ-, πολεμέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολέμητος: с которым трудно воевать, непобедимый (πράκτωρ Aesch. - v.l. δυσπόλεμος; βασιλεύς Isocr., Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολέμητος: -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον εἶναι Δημ. 41. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπολέμητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπολέμητος: -ον (πολεμέω), αυτός που δύσκολα πολεμιέται, σε Δημ.

Middle Liddell

δυσ-πολέμητος, ον πολεμέω
hard to war with, Dem.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний