Anonymous

δραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δραίνω''': κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ [[δρασείω]], εἶμαι ἔτοιμος, [[πρόθυμος]] νὰ πράξω, Ἰλ. Κ. 96.
|lstext='''δραίνω''': κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ [[δρασείω]], εἶμαι ἔτοιμος, [[πρόθυμος]] νὰ πράξω, Ἰλ. Κ. 96.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />vouloir faire une chose.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}