Anonymous

δυσκλεής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκλεής''': -ές, [[ἄδοξος]], Ἰλ. Ι. 22 (κατὰ ποιητ. αἰτ. δυσκλέᾰ ἀντὶ δυσκλεέα)·- κακὴν φήμην ἔχων, [[δύσφημος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θέα Αἰσχύλ. Πρ. 241· δυσκλεεστάτῳ μόρῳ ὁ αὐτ. Πέρσ. 444· πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ’ [[ἄδικος]], [[εἰμὶ]] δυσκλεὴς Εὐρ. Ἑλ. 270· [[ὡσαύτως]] Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53. - Ἐπίρρ. - εῶς, Σοφ. Ἠλ. 1006, Εὐρ., κτλ.
|lstext='''δυσκλεής''': -ές, [[ἄδοξος]], Ἰλ. Ι. 22 (κατὰ ποιητ. αἰτ. δυσκλέᾰ ἀντὶ δυσκλεέα)·- κακὴν φήμην ἔχων, [[δύσφημος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θέα Αἰσχύλ. Πρ. 241· δυσκλεεστάτῳ μόρῳ ὁ αὐτ. Πέρσ. 444· πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ’ [[ἄδικος]], [[εἰμὶ]] δυσκλεὴς Εὐρ. Ἑλ. 270· [[ὡσαύτως]] Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53. - Ἐπίρρ. - εῶς, Σοφ. Ἠλ. 1006, Εὐρ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans gloire, déshonoré.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κλέος]].
}}
}}