Anonymous

δύσσοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσσοος''': -ον, δυσκόλως σῳζόμενος, «χαμένος», Λατ. perditus, Θεοκρ. 3. 24· τὰ δ. (μοσχία) = ἄθλια, χαμένα, [[αὐτόθι]] 4, 45.
|lstext='''δύσσοος''': -ον, δυσκόλως σῳζόμενος, «χαμένος», Λατ. perditus, Θεοκρ. 3. 24· τὰ δ. (μοσχία) = ἄθλια, χαμένα, [[αὐτόθι]] 4, 45.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à sauver, à préserver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σόος]].
}}
}}