δύσσοος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
δύσσοον, hard to save, ruined, Theoc.3.24; τὰ δ. the rogues, Id.4.45, cf. Riv. Indogr.8.266 (Camarina, v B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene salvación, desdichado hοίδε πάντες δύσσοοι y que todos sean desdichados en una defixión IGDS 121.29 (Camarina V a.C.), ὤμοι ἐγών, τί πάθω, τί ὁ δ. Theoc.3.24.
2 difícil de ahuyentar τὰ μοσχία Theoc.4.45.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu retten, heillos, Theocr. 3, 24. 4, 44 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à sauver, à préserver.
Étymologie: δυσ-, σόος.
Greek (Liddell-Scott)
δύσσοος: -ον, δυσκόλως σῳζόμενος, «χαμένος», Λατ. perditus, Θεοκρ. 3. 24· τὰ δ. (μοσχία) = ἄθλια, χαμένα, αὐτόθι 4, 45.
Greek Monolingual
δύσσοος, -ον (Α)
(υβριστικά) αυτός που είναι δύσκολο να σωθεί, ο χαμένος.
Greek Monotonic
δύσσοος: -ον, αυτός που δύσκολα διασώζεται, χαμένος, κατεστραμμένος, σε Θεόκρ.