3,271,483
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐᾱτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., [[ἐατέος]] ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, [[ἐπιτρεπτέον]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ [[ζήτημα]] τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C. | |lstext='''ἐᾱτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., [[ἐατέος]] ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, [[ἐπιτρεπτέον]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ [[ζήτημα]] τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’il faut permettre : [[ἐατέος]] φεύγειν HDT qu’il faut laisser fuir ; ἐατέον, il faut laisser <i>ou</i> permettre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐάω]]. | |||
}} | }} |