Anonymous

ἐγκατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατακλίνω''': ῑ, [[κατακλίνω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 621: ― Παθ., κατακλίνομαι ἔν τινι τόπῳ, ὁ αὐτ. Ὄρν. 122· ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 27.
|lstext='''ἐγκατακλίνω''': ῑ, [[κατακλίνω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 621: ― Παθ., κατακλίνομαι ἔν τινι τόπῳ, ὁ αὐτ. Ὄρν. 122· ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 27.
}}
{{bailly
|btext=étendre <i>ou</i> coucher sur;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκατακλίνομαι se coucher dans <i>ou</i> sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κατακλίνω]].
}}
}}