Anonymous

διαλείβομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλείβομαι''': παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
|lstext='''διαλείβομαι''': παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />couler dans des directions différentes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λείβω]].
}}
}}