Anonymous

εἰδήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδήμων''': -ον, γεν. ονος, γνωρίζων ἢ [[ἔμπειρος]], [[γνώστης]], τινὸς Διογ. Λ. 6. 14, Ἀνθ. Π. 9. 505. παράρτ. 354.
|lstext='''εἰδήμων''': -ον, γεν. ονος, γνωρίζων ἢ [[ἔμπειρος]], [[γνώστης]], τινὸς Διογ. Λ. 6. 14, Ἀνθ. Π. 9. 505. παράρτ. 354.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />savant, instruit.<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
}}