Anonymous

ἑδράζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑδράζω''': μέλλ. -άσω: ἀόρ. ἥδρασε Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9· - [[καθίζω]] ἢ τοποθετῶ τι, ἐπὶ πλευρᾶς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 6· ἄλλυδις Ἀνθ. Π. 15. 24: - Μέσ. ἢ παθ., ἐπερείδομαι, ἐφαπλοῦμαι, ἡ [[ῥίζα]] ἐν τοῖς μέρεσιν ἑδράζεται τῆς γῆς Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 2· ἑδρασθῆναι τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν... φαλάγγων, καθεσθῆναι, στηριχθῆναι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204D.
|lstext='''ἑδράζω''': μέλλ. -άσω: ἀόρ. ἥδρασε Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9· - [[καθίζω]] ἢ τοποθετῶ τι, ἐπὶ πλευρᾶς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 6· ἄλλυδις Ἀνθ. Π. 15. 24: - Μέσ. ἢ παθ., ἐπερείδομαι, ἐφαπλοῦμαι, ἡ [[ῥίζα]] ἐν τοῖς μέρεσιν ἑδράζεται τῆς γῆς Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 2· ἑδρασθῆναι τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν... φαλάγγων, καθεσθῆναι, στηριχθῆναι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204D.
}}
{{bailly
|btext=asseoir, établir solidement ; <i>Pass.</i> s’établir <i>ou</i> être établi solidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]].
}}
}}