3,273,803
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσφέρω''': μέλλ. εἰσοίσω: ἀόρ. α΄ εἰσήνεγκα: πρκμ. εἰσενήνοχα Ἀρχίλ. 64: ὑπερσυντ. -όχειν Δημ. 825. 3., 705. 26. Φέρω [[ἐντός]], ἐσθῆτά τε ἔσφερον [[εἴσω]] Ὀδ. Η. 6· ἐσφ. ἀγγελίας Ἡρόδ. 1. 114· ἐς τωὐτὸ ἐσφ. ὁ αὐτ. 9. 70. 2) [[συνεισφέρω]], τῖμον εἰσενεγκὼν Ἀρχίλ. 78. 1, χρήματα Ξεν. Ἱέρ. 9. 7, Ρήτορες· εἰσφ. τινί τι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἐράνων, Πλάτ. Συμπ. 177C, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Δημ., κτλ.: - Ἐν Ἀθήναις, [[ἀποτίνω]] τὴν εἰσφοράν, (ἴδε τὴν λέξιν εἰσφορὰ ΙΙ), ἐσφ. ἐσφορὰν Θουκ. 3. 19, κτλ.· εἰσφορὰς Ἀντιφῶν 117. 33, Λυσ. 150. 1· καὶ ἀπολ., εἰσφ. εἰς τὴν πόλιν Δημ. 825. 3· εἰσφ. ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 565. 15· [[οὕτως]], ἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12. 3) [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, (παθήματα) εἴς τινα, [[πένθος]] εἰσφ. δόμοις Εὐρ. Βάκχ. 367· νόσον γυναιξὶ [[αὐτόθι]] 353· πόλεμόν τινι ὁ αὐτ. Ἑλ. 38· δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι, προξενεῖ δειλίαν εἰς τοὺς θαρραλέους, τοὺς γενναίους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 540. 4) [[εἰσάγω]], [[προτείνω]], γνώμην Ἡρόδ. 3. 80· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Θουκ. 8. 67· εἰσφ. νόμον, Λατ. legem rogare, Δημ. 692. 26., 705. 26: - ἀπολ. ὡς τὸ Λατ. referre ad senatum, εἰσφ. εἰς τὴν βουλὴν [[περί]] τινος Θουκ. 5. 38, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772C, 961B· τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ... Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7: - Παθ. τὰ εἰσφερόμενα ψηφίσματα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ., εἰσενήνεγμαι (ἴδε κατωτ.): - [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[παρασύρω]], παραφέρω, Ἰλ. Λ. 495. 2) [[εἰσφέρω]] δι’ ἐμαυτόν, [[εἰσκομίζω]], Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 5. 115, κτλ. 3) [[εἰσάγω]], ἐς τὴν ποίησιν Ἡρόδ. 2. 23· πῶμ’ εὗρε κεἰσηνέγκατο Εὐρ. Βάκχ. 279· λόγον ἐσφέρεσθαι, προφέρειν, κοινολογεῖν, λέγειν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 664· ν΄ μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη, εἰσκομίσασα μεθ’ ἑαυτῆς 50 μνᾶς ὡς [[προῖκα]] εἰς τὴν οἰκογένειαν, Δημ. 884. 12, πρβλ. 1029. 9· [[προῖκα]] εἰσενεγκαμένη Θεοφρ. Χαρ. 22· πρβλ. [[ἐπιφέρω]] ΙΙ. 1. 4) [[συνεισφέρω]], εἰσενήνεκται... οὐκ ἔλαττον μ΄ μνῶν· [[καταβάλλω]], πᾶσαν εἰσεφέρετο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Πολύβ. 22. 12, 12· προξενῶ, πολλὴν ἐσεφέρετο φιλινικίαν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64. 5) ὡς τὸ προσφέρομαι, ἐσθίω, [[τρώγω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 19, κτλ. ΙΙΙ. παθ., εἰσάγομαι, Ἡρόδ. 9. 37, 41. 2) εἰσορμῶ, ὡς τὸ [[εἰσπίπτω]], Θουκ. 3. 98. | |lstext='''εἰσφέρω''': μέλλ. εἰσοίσω: ἀόρ. α΄ εἰσήνεγκα: πρκμ. εἰσενήνοχα Ἀρχίλ. 64: ὑπερσυντ. -όχειν Δημ. 825. 3., 705. 26. Φέρω [[ἐντός]], ἐσθῆτά τε ἔσφερον [[εἴσω]] Ὀδ. Η. 6· ἐσφ. ἀγγελίας Ἡρόδ. 1. 114· ἐς τωὐτὸ ἐσφ. ὁ αὐτ. 9. 70. 2) [[συνεισφέρω]], τῖμον εἰσενεγκὼν Ἀρχίλ. 78. 1, χρήματα Ξεν. Ἱέρ. 9. 7, Ρήτορες· εἰσφ. τινί τι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἐράνων, Πλάτ. Συμπ. 177C, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Δημ., κτλ.: - Ἐν Ἀθήναις, [[ἀποτίνω]] τὴν εἰσφοράν, (ἴδε τὴν λέξιν εἰσφορὰ ΙΙ), ἐσφ. ἐσφορὰν Θουκ. 3. 19, κτλ.· εἰσφορὰς Ἀντιφῶν 117. 33, Λυσ. 150. 1· καὶ ἀπολ., εἰσφ. εἰς τὴν πόλιν Δημ. 825. 3· εἰσφ. ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 565. 15· [[οὕτως]], ἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12. 3) [[ἐπιφέρω]], προξενῶ, (παθήματα) εἴς τινα, [[πένθος]] εἰσφ. δόμοις Εὐρ. Βάκχ. 367· νόσον γυναιξὶ [[αὐτόθι]] 353· πόλεμόν τινι ὁ αὐτ. Ἑλ. 38· δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι, προξενεῖ δειλίαν εἰς τοὺς θαρραλέους, τοὺς γενναίους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 540. 4) [[εἰσάγω]], [[προτείνω]], γνώμην Ἡρόδ. 3. 80· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Θουκ. 8. 67· εἰσφ. νόμον, Λατ. legem rogare, Δημ. 692. 26., 705. 26: - ἀπολ. ὡς τὸ Λατ. referre ad senatum, εἰσφ. εἰς τὴν βουλὴν [[περί]] τινος Θουκ. 5. 38, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772C, 961B· τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ... Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7: - Παθ. τὰ εἰσφερόμενα ψηφίσματα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ., εἰσενήνεγμαι (ἴδε κατωτ.): - [[φέρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[παρασύρω]], παραφέρω, Ἰλ. Λ. 495. 2) [[εἰσφέρω]] δι’ ἐμαυτόν, [[εἰσκομίζω]], Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 5. 115, κτλ. 3) [[εἰσάγω]], ἐς τὴν ποίησιν Ἡρόδ. 2. 23· πῶμ’ εὗρε κεἰσηνέγκατο Εὐρ. Βάκχ. 279· λόγον ἐσφέρεσθαι, προφέρειν, κοινολογεῖν, λέγειν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 664· ν΄ μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη, εἰσκομίσασα μεθ’ ἑαυτῆς 50 μνᾶς ὡς [[προῖκα]] εἰς τὴν οἰκογένειαν, Δημ. 884. 12, πρβλ. 1029. 9· [[προῖκα]] εἰσενεγκαμένη Θεοφρ. Χαρ. 22· πρβλ. [[ἐπιφέρω]] ΙΙ. 1. 4) [[συνεισφέρω]], εἰσενήνεκται... οὐκ ἔλαττον μ΄ μνῶν· [[καταβάλλω]], πᾶσαν εἰσεφέρετο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Πολύβ. 22. 12, 12· προξενῶ, πολλὴν ἐσεφέρετο φιλινικίαν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64. 5) ὡς τὸ προσφέρομαι, ἐσθίω, [[τρώγω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 19, κτλ. ΙΙΙ. παθ., εἰσάγομαι, Ἡρόδ. 9. 37, 41. 2) εἰσορμῶ, ὡς τὸ [[εἰσπίπτω]], Θουκ. 3. 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> εἰσοίσω, <i>ao.2</i> εἰσήνεγκον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> porter dans, apporter, amener : τινὰς [[ἐς]] [[ναῦς]] XÉN embarquer des hommes (prisonniers) sur des navires ; χρήματα [[εἰς]] τὸν πόλεμον PLUT contribuer aux frais de la guerre ; πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν XÉN se rendre mutuellement de nombreux et importants services;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> introduire : καινὰ δαιμόνια XÉN des divinités nouvelles ; γνώμην HDT produire un avis ; ἐσφέρειν [[περί]] τινος [[ἐς]] [[τὰς]] βουλάς THC proposer une résolution au sujet de qqn devant le Conseil ; νόμον DÉM proposer une loi;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσφέρομαι (<i>f.</i> εἰσοίσομαι, <i>ao.</i> εἰσηνεγκάμην, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se porter : [[ἐς]] ὕλην THC dans un bois;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> porter dans, emporter : ποταμὸς [[δρῦς]] εἰσφέρεται IL le fleuve emporte des chênes dans son cours;<br /><b>2</b> introduire pour soi, acc.;<br /><b>3</b> appliquer à, apporter : φιλονεικίαν ÉL montrer du zèle pour rivaliser.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |