Anonymous

εἱλιτενής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱλιτενής''': -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς [[ἄγρωστις]], «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· [[ῥιζοβόλος]] γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.
|lstext='''εἱλιτενής''': -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς [[ἄγρωστις]], «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· [[ῥιζοβόλος]] γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s’allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]].
}}
}}