Anonymous

εἰσωπός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσωπός''': -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ [[πρόσωπον]], εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς [[ναῦς]] ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ [[αὐτίκα]] νηῒ [[διέξ]] Ἀχερουσίδος [[ἄκρης]] εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
|lstext='''εἰσωπός''': -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ [[πρόσωπον]], εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς [[ναῦς]] ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ [[αὐτίκα]] νηῒ [[διέξ]] Ἀχερουσίδος [[ἄκρης]] εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui est en vue de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ὤψ]].
}}
}}