Anonymous

ἑλικοειδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλικοειδής''': ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων [[σχῆμα]] ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· [[ἔντερον]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. [[ἀλλοειδής]].
|lstext='''ἑλικοειδής''': ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων [[σχῆμα]] ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· [[ἔντερον]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. [[ἀλλοειδής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]], [[εἶδος]].
}}
}}