Anonymous

ἕλωρ: Difference between revisions

From LSJ
331 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλωρ''': τό, Ἐπ. [[λέξις]] (ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ.) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. ἑν. καὶ πληθ. ([[ἑλεῖν]]): [[ἄγρα]], [[λεία]], λάφυρον, [[σπάραγμα]], [[ἕλκυσμα]], τὸ ἑνικὸν ἐπὶ ἀτάφων πτωμάτων, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν [[ἕλωρ]] καὶ [[κύρμα]] γενέσθαι Ἰλ. Ε. 488, πρβλ. Ρ. 151· μὴ θήρεσσιν [[ἕλωρ]] καὶ [[κύρμα]] γένωμαι Ὀδ. Ε. 473, πρβλ. Γ. 271· ἐπὶ πολυτίμων πραγμάτων, μὴ … [[ἕλωρ]] ἄλλοισι γένηται Ν. 208· οὕτω, κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰωνοῖς θ’ [[ἕλωρ]] Σοφ. Αἴ 830· ἐν τῷ πληθ., κυσὶ δ’ ἕλωρα … πέλειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 800. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], Πατρόκοιο δ’ ἕλωρα … ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν [[ὑπὲρ]] τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 93.
|lstext='''ἕλωρ''': τό, Ἐπ. [[λέξις]] (ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ.) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. ἑν. καὶ πληθ. ([[ἑλεῖν]]): [[ἄγρα]], [[λεία]], λάφυρον, [[σπάραγμα]], [[ἕλκυσμα]], τὸ ἑνικὸν ἐπὶ ἀτάφων πτωμάτων, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν [[ἕλωρ]] καὶ [[κύρμα]] γενέσθαι Ἰλ. Ε. 488, πρβλ. Ρ. 151· μὴ θήρεσσιν [[ἕλωρ]] καὶ [[κύρμα]] γένωμαι Ὀδ. Ε. 473, πρβλ. Γ. 271· ἐπὶ πολυτίμων πραγμάτων, μὴ … [[ἕλωρ]] ἄλλοισι γένηται Ν. 208· οὕτω, κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰωνοῖς θ’ [[ἕλωρ]] Σοφ. Αἴ 830· ἐν τῷ πληθ., κυσὶ δ’ ἕλωρα … πέλειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 800. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], Πατρόκοιο δ’ ἕλωρα … ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν [[ὑπὲρ]] τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 93.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc. sg. et plur.</i><br /><b>1</b> <i>d’ord. au sg.</i> proie, <i>particul.</i> corps devenant la proie de l’ennemi, des oiseaux de proie, <i>etc.</i><br /><b>2</b> τὰ ἕλωρα représailles, vengeance.<br />'''Étymologie:''' pour *Ϝέλωρ ; cf. [[ἑλεῖν]].
}}
}}