Anonymous

ἔμπλην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπλην''': ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, [[μετὰ]] γεν., Βοιωτῶν [[ἔμπλην]] Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ [[αὐτοῦ]], [[ἔμπλην]] Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ [[ἐμπελάζω]], [[ὅλως]] διάφορον τοῦ ἑπομ.).
|lstext='''ἔμπλην''': ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, [[μετὰ]] γεν., Βοιωτῶν [[ἔμπλην]] Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ [[αὐτοῦ]], [[ἔμπλην]] Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ [[ἐμπελάζω]], [[ὅλως]] διάφορον τοῦ ἑπομ.).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>adv. et prép.</i><br />tout près ; avec le gén., tout près de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπελάζω]].<br /><span class="bld">2</span><i>prép.</i><br />à l’exception de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πλήν]].
}}
}}