Anonymous

προσεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]], [[ῥίπτω]], ἢ θέτω ἐντὸς [[προσέτι]], Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσέρχομαι]] [[προσέτι]], Πλούτ. 2. 751F.
|lstext='''προσεμβάλλω''': [[ἐμβάλλω]], [[ῥίπτω]], ἢ θέτω ἐντὸς [[προσέτι]], Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ [[Μουσεῖον]] Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσέρχομαι]] [[προσέτι]], Πλούτ. 2. 751F.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> jeter en outre vers <i>ou</i> sur, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) se jeter en outre sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐμβάλλω]].
}}
}}