προσεμβάλλω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμβάλλω Medium diacritics: προσεμβάλλω Low diacritics: προσεμβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosembállō Transliteration B: prosemballō Transliteration C: prosemvallo Beta Code: prosemba/llw

English (LSJ)

A throw or put into besides, Pl.Cra.439c; πίτυρον D.S. 3.14; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plu.Demetr.34; ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος D.C.43.31 codd., cf. PCair.Zen.244.1 (Pass.), 423 (Act. and Med., iii B.C.), Dsc.1.56, etc.
II intr., go into besides, Plu.2.751f(dub.l.).

German (Pape)

[Seite 759] (s. βάλλω), noch dazu hineinwerfen, hineinthun; Plat. Crat. 439 c; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον, Plut. Demetr. 34; auch intr. (sc. ἑαυτόν), noch dazu hineindringen, amator. 5.

French (Bailly abrégé)

1 tr. jeter en outre vers ou sur, avec εἰς et l'acc.;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) se jeter en outre sur.
Étymologie: πρός, ἐμβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εμβάλλω erbij inwerpen, erbij in... plaatsen; met acc. en prep. bep.. αὐτὸς ἐφ’ ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον op eigen houtje plaatste hij een extra garnizoen bij het Mouseion Plut. Demetr. 34.7.

Russian (Dvoretsky)

προσεμβάλλω:
1 сверх того ввергать (τινὰ εἴς τινα δίνην Plat.);
2 также вводить, помещать (φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plut.);
3 (sc. ἑαυτόν) проходить, проникать (εἰς τὰ γυμνάσια Plut.).

Greek Monolingual

Α ἐμβάλλω
1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾶς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ.
β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.)
2. εισέρχομαι επιπροσθέτως.

Greek Monotonic

προσεμβάλλω: ρίχνω ή τοποθετώ παραδίπλα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβάλλω: ἐμβάλλω, ῥίπτω, ἢ θέτω ἐντὸς προσέτι, Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσέρχομαι προσέτι, Πλούτ. 2. 751F.

Middle Liddell

to throw or put into besides, Plut.