Anonymous

πιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑαίνω''': μέλλ. πιᾰνῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 587· ἀόρ. ἐπίᾱνα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 276, Ἱππ. 609. 9· ποιητ. πίανα Πινδ. Ν. 9. 55· μεταγενέστ. ἐπίηνα Διογ. Λ. 1. 83. ― Παθητ., μέλλ. πιανθήσομαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΑ΄, 25, κ. ἀλλ.)· ἀόρ. ἐπιάνθην Θεόκρ. 17. 126, (κατ-) Αἰλ. ἀλλ’ ἀόριστ. ἐπιάσθην (συν-) Ἱππ. 1228G (ἂν μὴ θεωρηθῇ τοῦτο ὡς ἐκ τοῦ [[πιάζω]]· ἀλλὰ [[τότε]] [[γραπτέον]] ἐπιέσθην [[διότι]] ὁ διὰ τοῦ α [[τύπος]] [[εἶναι]] Δωρ.)· πρκμ. πεπίασμαι (κατα-) Πλάτ. Νόμ. 807Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 25 ([[πίων]]). Παχύνω, Λατιν. saginare, τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ γῆ π. τὰ βοτὰ Εὐρ. Κύκλ. 333· π. τὰς ὗς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· π. χθόνα, [[παχύνω]] τὸν τόπον, τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ νεκροῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Θήβ. 587· οὕτω, πίαναν καπνόν, ἐπὶ σωμάτων καυθέντων, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[παχύς]], παχύνομαι, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 6, Πλάτ. Νόμ. 807Α, Ἀριστ., κλ.·π. ὁ [[στάχυς]] Θεόκρ. 10. 47. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[αὐξάνω]], [[πληθύνω]], πλοῦτον Πινδ. Π. 4. 267· μυχοὺς πόλιος Ξενοφάν. 2. 22 Bgk.. 2) [[κάμνω]] τινὰ αὐθάδη, ἀκόλαστον, ἀλλ’ ἦ σ’ ἐπίανέν τις... [[φάτις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 276. ― Παθ., [[γίνομαι]] παχὺς καὶ [[ἀκόλαστος]], πρᾶσσε, πιαίνου [[αὐτόθι]] 1669· ἔχθεσιν πιαίνομαι, «παχαίνω μὲ τὰ μαλλώματα», Πίνδ. Π. 2. 101. 3) [[παχύνω]], [[περιθάλπω]], ὠφελῶ, ἵππον... π. ὁ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμὸς παρ’ Ἀριστ. ἐν Οἰκ. 1. 6, 4· π. ἑὴν φρένα Ὀππ. Ἁλ. 5. 372· [[μέλος]] [[αὐτόθι]] 620· μάστακα Ἀνθ. Π. 5. 294. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις. [ῐ μόνον παρὰ Γρηγ. Ναζ.].
|lstext='''πῑαίνω''': μέλλ. πιᾰνῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 587· ἀόρ. ἐπίᾱνα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 276, Ἱππ. 609. 9· ποιητ. πίανα Πινδ. Ν. 9. 55· μεταγενέστ. ἐπίηνα Διογ. Λ. 1. 83. ― Παθητ., μέλλ. πιανθήσομαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΑ΄, 25, κ. ἀλλ.)· ἀόρ. ἐπιάνθην Θεόκρ. 17. 126, (κατ-) Αἰλ. ἀλλ’ ἀόριστ. ἐπιάσθην (συν-) Ἱππ. 1228G (ἂν μὴ θεωρηθῇ τοῦτο ὡς ἐκ τοῦ [[πιάζω]]· ἀλλὰ [[τότε]] [[γραπτέον]] ἐπιέσθην [[διότι]] ὁ διὰ τοῦ α [[τύπος]] [[εἶναι]] Δωρ.)· πρκμ. πεπίασμαι (κατα-) Πλάτ. Νόμ. 807Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 25 ([[πίων]]). Παχύνω, Λατιν. saginare, τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ γῆ π. τὰ βοτὰ Εὐρ. Κύκλ. 333· π. τὰς ὗς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· π. χθόνα, [[παχύνω]] τὸν τόπον, τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ νεκροῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Θήβ. 587· οὕτω, πίαναν καπνόν, ἐπὶ σωμάτων καυθέντων, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[παχύς]], παχύνομαι, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 6, Πλάτ. Νόμ. 807Α, Ἀριστ., κλ.·π. ὁ [[στάχυς]] Θεόκρ. 10. 47. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[αὐξάνω]], [[πληθύνω]], πλοῦτον Πινδ. Π. 4. 267· μυχοὺς πόλιος Ξενοφάν. 2. 22 Bgk.. 2) [[κάμνω]] τινὰ αὐθάδη, ἀκόλαστον, ἀλλ’ ἦ σ’ ἐπίανέν τις... [[φάτις]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 276. ― Παθ., [[γίνομαι]] παχὺς καὶ [[ἀκόλαστος]], πρᾶσσε, πιαίνου [[αὐτόθι]] 1669· ἔχθεσιν πιαίνομαι, «παχαίνω μὲ τὰ μαλλώματα», Πίνδ. Π. 2. 101. 3) [[παχύνω]], [[περιθάλπω]], ὠφελῶ, ἵππον... π. ὁ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμὸς παρ’ Ἀριστ. ἐν Οἰκ. 1. 6, 4· π. ἑὴν φρένα Ὀππ. Ἁλ. 5. 372· [[μέλος]] [[αὐτόθι]] 620· μάστακα Ἀνθ. Π. 5. 294. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις. [ῐ μόνον παρὰ Γρηγ. Ναζ.].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πιανῶ, <i>ao.</i> ἐπίανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπιάνθην, <i>pf.</i> [[πεπίασμαι]];<br /><b>1</b> engraisser;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> πιαίνειν τινά, rendre qqn heureux, réjouir qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> πιαίνομαι se réjouir.<br />'''Étymologie:''' [[πίων]].
}}
}}