Anonymous

κεκρύφαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεκρύφᾰλος''': ῠ, ὁ, ([[κρύπτω]]), δικτυοειδῶς πεπλεγμένος [[κεφαλόδεσμος]], ἐν ᾧ περιώριζον τὴν ἑαυτῶν κόμην αἱ γυναῖκες, Λατ. reticulum, [[τῆλε]] δ’ ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην Ἰλ. Χ. 469· κ. καὶ [[μίτρα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 138, 257, Διον. Ἁλ. 7. 9, πρβλ. Foës Οἰκ. Ἱππ.· ὁ [[κεκρύφαλος]] λέγεται σφιγκτὴρ τῆς πλεκτῆς [[κόμης]] Ἀντίπατρ. Σιδ. εἰς Ἀνθ. Π. 6. 206· κεκρύφαλοι σφίγγουσι τεὴν [[τρίχα]] Παῦλ. Σιλ. [[αὐτόθι]] 5. 260· κ. ῥύτορα χαίτας ὁ αὐτ. 6. 207· κεκρυφάλῳ καταδῆσαι Ἱππ. 678. 54· [[ἐνίοτε]] ἐκοσμεῖτο διὰ πολυτίμων λίθων, κεκρυφάλων λιθοκολλήτων πλέγματα Ἀνθ. Π. 5. 270. 276· ὡς παραδείγματα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν οἱ παριστανόμενοι ἐπὶ τῶν ἀργυρῶν μεταλλίων τῶν Συρακουσῶν· τοιοῦτον [[κεφαλόδεσμον]] [[εἰσέτι]] φοροῦσιν αἱ γυναῖκες ἐν Ἰταλίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ. 2) [[μέρος]] τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, ὁ πρὸς τὸ [[μέτωπον]] [[ἱμάς]]· «οἱ τῶν ἵππων κορυφαστῆρες καὶ ἄμπυκες» Ἡσύχ., Ξεν. Ἱππ. 6. 8· ἱππικὸς κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β· 23, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α', 184., Ι'. 55. ΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] [[στόμαχος]] τῶν μηρυκαστικῶν ὡς ἐκ τῆς δικτυοειδοῦς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]], καλούμενος καὶ Γαλλιστὶ le bonnet, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8, Αἰλ. π. Ζ. 5. 41. ΙΙΙ. ἡ [[κοιλία]] κυνηγετικοῦ δικτύου, «ἄρκυος ἡ [[κοιλότης]]» [[Πολυδ]]. Ε', 31, Ξεν. Κυν. 6. 7, Πλουτ. Ἀλέξ. 25. ῠ παρ’ Ὁμ., Ἀνθ.· ἀλλὰ ῡ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔπολ. ἐν «Κόλ.» 21, Ἀντιφῶντα ἐν «Κιθαριστ.» 1, «Παρ.» 2.
|lstext='''κεκρύφᾰλος''': ῠ, ὁ, ([[κρύπτω]]), δικτυοειδῶς πεπλεγμένος [[κεφαλόδεσμος]], ἐν ᾧ περιώριζον τὴν ἑαυτῶν κόμην αἱ γυναῖκες, Λατ. reticulum, [[τῆλε]] δ’ ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην Ἰλ. Χ. 469· κ. καὶ [[μίτρα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 138, 257, Διον. Ἁλ. 7. 9, πρβλ. Foës Οἰκ. Ἱππ.· ὁ [[κεκρύφαλος]] λέγεται σφιγκτὴρ τῆς πλεκτῆς [[κόμης]] Ἀντίπατρ. Σιδ. εἰς Ἀνθ. Π. 6. 206· κεκρύφαλοι σφίγγουσι τεὴν [[τρίχα]] Παῦλ. Σιλ. [[αὐτόθι]] 5. 260· κ. ῥύτορα χαίτας ὁ αὐτ. 6. 207· κεκρυφάλῳ καταδῆσαι Ἱππ. 678. 54· [[ἐνίοτε]] ἐκοσμεῖτο διὰ πολυτίμων λίθων, κεκρυφάλων λιθοκολλήτων πλέγματα Ἀνθ. Π. 5. 270. 276· ὡς παραδείγματα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν οἱ παριστανόμενοι ἐπὶ τῶν ἀργυρῶν μεταλλίων τῶν Συρακουσῶν· τοιοῦτον [[κεφαλόδεσμον]] [[εἰσέτι]] φοροῦσιν αἱ γυναῖκες ἐν Ἰταλίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ. 2) [[μέρος]] τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, ὁ πρὸς τὸ [[μέτωπον]] [[ἱμάς]]· «οἱ τῶν ἵππων κορυφαστῆρες καὶ ἄμπυκες» Ἡσύχ., Ξεν. Ἱππ. 6. 8· ἱππικὸς κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β· 23, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α', 184., Ι'. 55. ΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] [[στόμαχος]] τῶν μηρυκαστικῶν ὡς ἐκ τῆς δικτυοειδοῦς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]], καλούμενος καὶ Γαλλιστὶ le bonnet, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8, Αἰλ. π. Ζ. 5. 41. ΙΙΙ. ἡ [[κοιλία]] κυνηγετικοῦ δικτύου, «ἄρκυος ἡ [[κοιλότης]]» [[Πολυδ]]. Ε', 31, Ξεν. Κυν. 6. 7, Πλουτ. Ἀλέξ. 25. ῠ παρ’ Ὁμ., Ἀνθ.· ἀλλὰ ῡ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔπολ. ἐν «Κόλ.» 21, Ἀντιφῶντα ἐν «Κιθαριστ.» 1, «Παρ.» 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> réseau <i>ou</i> mouchoir dont les femmes se couvraient la tête;<br /><b>2</b> creux <i>ou</i> partie concave d’un filet de chasse;<br /><b>3</b> second estomac des ruminants.<br />'''Étymologie:''' [[κορυφή]], avec redoubl.
}}
}}