3,276,318
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκείωσις''': ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, [[ἰδιοποίησις]], οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C. | |lstext='''οἰκείωσις''': ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, [[ἰδιοποίησις]], οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s’approprier <i>ou</i> de se concilier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]]. | |||
}} | }} |