οἰκείωσις

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωσις Medium diacritics: οἰκείωσις Low diacritics: οικείωσις Capitals: ΟΙΚΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: oikeíōsis Transliteration B: oikeiōsis Transliteration C: oikeiosis Beta Code: oi)kei/wsis

English (LSJ)

οἰκειώσεως, ἡ,
A appropriation, οἰ. ποιεῖσθαί τινος Th.4.128: pl., profits, Vett.Val.202.17.
2 affinity, Ph.1.142, al.; attraction, affection (cf. οἰκεῖος ΙΙΙ.2b), πρός τινα Diogenian.Epicur.4.55, Ph.1.256, Stoic.1.49, al., Asp. in EN 44.27, cf. Hierocl.p.35 A.; ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰ. Plot.4.4.44; propensity, εἰς ἡδονήν Gal.5.456; τῆς ψυχῆς, opp. ἀλλοτρίωσις, Plot.3.6.1, 3.8.8, al., Porph.Sent.18; becoming familiar with, εἰς τοὺς θεούς Iamb.VP24.106.

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, das zum Verwandten, Freunde Machen, Gewinnen, Sp. Überh. Aneignung, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος, = οἰκειοῦσθαι, Thuc. 4, 128.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'approprier ou de se concilier.
Étymologie: οἰκειόω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείωσις: εως ἡ
1 присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;
2 приспособление, приноравливание (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωσις: ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, ἰδιοποίησις, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C.

Greek Monotonic

οἰκείωσις: ἡ (οἰκειόω), το να θεωρεί κάποιος κάτι ως δικό του, οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σε Θουκ.

Middle Liddell

οἰκείωσις, ιος, ἡ, οἰκειόω
a taking as one's own, appropriation, Thuc.

Lexicon Thucydideum

usurpatio, monopolizing, 4.128.4.