Anonymous

ἐξόπλισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξόπλισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, [[ἐξοπλισμός]], πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48.
|lstext='''ἐξόπλισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, [[ἐξοπλισμός]], πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἐξοπλισία]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξοπλίζω]].
}}
}}