3,277,719
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στενοχωρέω''': εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι [[πρᾶγμα]], τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, [[γεμίζω]], στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, [[συνέρχομαι]] στενῶς [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., [[πιέζω]] πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, [[αἰσθάνομαι]] στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ. | |lstext='''στενοχωρέω''': εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι [[πρᾶγμα]], τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, [[γεμίζω]], στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, [[συνέρχομαι]] στενῶς [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., [[πιέζω]] πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, [[αἰσθάνομαι]] στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> resserrer, rétrécir ; <i>Pass.</i> être à l’étroit;<br /><b>2</b> mettre à l’étroit, à la gêne, tourmenter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στενόχωρος]]. | |||
}} | }} |