στενοχωρέω

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοχωρέω Medium diacritics: στενοχωρέω Low diacritics: στενοχωρέω Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΕΩ
Transliteration A: stenochōréō Transliteration B: stenochōreō Transliteration C: stenochoreo Beta Code: stenoxwre/w

English (LSJ)

A to be straitened, be confined, Macho ap.Ath.13.582b: metaph., to be anxious, be in difficulty, ἐπί τινι Hp.Praec.8; εὶς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ λόγος IPE12.39.18 (Olbia, not before ii A.D.).
II trans., crowd, straiten, τοὺς ἀπαντῶντας Luc.Nigr.13; τὰς πύλας, τὰς ὁδούς, Charito 5.3, 4.7; ταλάντοις τοὺς θησαυρούς Lib.Or.59.15:—Pass., with fut. Med. (Them.Or.25.310d), to be crowded together, D.S.20.29, Charito 3.2; ἐν ταὐτῷ σ. Luc. Tox.29; χῶραι στενοχωροῦνται ποσὶ μιαιφόνων J.BJ4.3.10; ἀγορὰ στενοχωρουμένη ὄχλῳ D.H.6.67; of stricture, Heliod. ap. Orib.50.9.1; to be cramped or be confined, ὁ Εὐφράτης στενοχωρούμενος Isid.Char.1, cf. Sch.Il.Oxy.221 xi 8, Porph.Sent.27; of a picture, Them. l.c.
2 metaph., press closely, tina LXX Jd.16.16:—Pass., to be straitened, be cramped, ib.Is.28.19(20), Procl.Inst.98; ἐν τοῖς σπλάγχνοις 2 Ep.Cor.6.12; ὑπὸ τῶν κακῶν Sch.E.Med.57.

German (Pape)

[Seite 935] eng sein od. werden, u. übertr., sich in der Enge, in Verlegenheit befinden; Machon bei Ath. XIII, 582 b; c. dat., Hippocr.; ἔν τινι, N.T.; – trans., in die Enge bringen, τοὺς ἀπαντῶντας, Luc. Nigr. 13; τὰς ὁδούς, Charit. 4, 7; πύλας, 9, 3; dah. pass. ἐστενοχωρημένος, Luc. Tox. 29; πλῆθος στενοχωρούμενον, Charit. 3, 2; vgl. noch D. Sic. 20, 29.

French (Bailly abrégé)

στενοχωρῶ :
1 resserrer, rétrécir ; Pass. être à l'étroit;
2 mettre à l'étroit, mettre à la gêne, tourmenter, acc..
Étymologie: στενόχωρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενοχωρέω [στενόχωρος] perf. med.-pass. ἐστενοχώρημαι act. met acc. in het nauw, in het gedrang brengen. τοὺς ἀπαντῶντας degenen die hem tegemoet kwamen Luc. 8.13. intrans. (overdr.) in het nauw raken, er niet meer uit komen. ἐπί τινι νοσέοντι bij een patiënt Hp. Praec. 8. med.-pass. in het nauw gebracht worden, opeengedrongen worden; θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι terwijl we worden belaagd maar niet in het nauw zitten NT 2 Cor. 4.8; ook overdr.. ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται · οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε δὲ ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν ons hart staat voor u open: u wordt niet beperkt door ons, maar u wordt beperkt door uw eigen innerlijke bekrompenheid NT 2 Cor. 6.11.

Russian (Dvoretsky)

στενοχωρέω: теснить, жать (в давке) (τοὺς ἀπαντῶντας Luc.): τὸ στενοχωρούμενος πλῆθος Diod. стеснившаяся (напирающая) толпа, давка; ὅταν στενοχωρῶνται τὰ ὕδατα ἐντός Arst. когда внутри скопится вода; στενοχωρεῖσθαι τοῖς σπλάγχνοις NT обладать узкой душой, т. е. быть душевно глухим.

English (Strong)

from the same as στενοχωρία; to hem in closely, i.e. (figuratively) cramp: distress, straiten.

English (Thayer)

στενοχώρω: (στενόχωρος; and this from στενός, and χῶρος a space);
1. intransitive, to be in a strait place (Machon in Athen. 13, p. 582b.); to be narrow (to straiten, compress, cramp, reduce to straits (Vulg. angustio) (Diodorus, Lucian, Herodian, others; (the Sept. οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, ye are not straitened in us, ample space is granted you in our souls, i. e. we enfold you with large affection, στενοχωρεῖσθε ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν, ye are straitened your own affections, so that there is no room there for us, i. e. you do not grant a place in your heart for love toward me, ibid.

Greek Monotonic

στενοχωρέω: μέλ. -ήσω, στριμώχνω, πιέζω λόγω έλλειψης χώρου, σε Λουκ. — Παθ., συνωστίζομαι· μεταφ., στενοχωρούμαι, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

στενοχωρέω: εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι πρᾶγμα, τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, γεμίζω, στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, συνέρχομαι στενῶς ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., πιέζω πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, αἰσθάνομαι στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

στενοχωρῶ, στενοχωρέω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν στενόχωρος / στενάχωρος]
1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, του προξενώ στενοχώρια, τον πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη συμπεριφορά του»)
2. μέσ. στενοχωρούμαι, στενοχωρέομαι α) θλίβομαι, λυπάμαι
β) δυσανασχετώ, δυσφορώ
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στενοχωρημένος, στενοχωρημένη, -ο
μτφ. αυτός που βρίσκεται σε δυσχέρεια, που αντιμετωπίζει δυσκολίες και ιδίως οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι φέτος»)
αρχ.
1. έχω έλλειψη χώρου, δεν έχω ευρυχωρία
2. (μτβ.) συνωστίζω, στρυμώχνω, στοιβάζω («στενοχωρεῖς τὰς πύλας», Χαρίτ.)
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία, δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ λόγος», Ιπποκρ.)
4. μέσ. περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.).

Middle Liddell

στενοχωρέω, fut. στενοχωρήσω
to straiten for room, Luc.:—Pass. to be crowded together: metaph. to be straitened, NTest.

Chinese

原文音譯:stenocwršw 士帖挪-何雷哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:狹窄-間隔 相當於: (אוּץ‎) (קָצוּר‎ / קָצַר‎)
字義溯源:圍緊,限制,緊壓,困住,妨礙,壓制,狹窄;源自(στενοχωρία)=地方狹窄),由(στενός)*=窄)與(χώρα)=地方)組成,其中 (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(στενός)*=窄)。參讀 (θλίβω)同義字參讀 (στενός)同源字
出現次數:總共(3);林後(3)
譯字彙編
1) 是狹窄的(1) 林後6:12;
2) 你們狹窄(1) 林後6:12;
3) 被困住(1) 林後4:8