Anonymous

ταχύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχύδακρυς''': υ, γεν. -υος, ὁ [[ταχέως]] εἰς δάκρυα κινούμενος, εὐκόλως δακρύων, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2.
|lstext='''τᾰχύδακρυς''': υ, γεν. -υος, ὁ [[ταχέως]] εἰς δάκρυα κινούμενος, εὐκόλως δακρύων, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />prompt à pleurer.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[δάκρυ]].
}}
}}