Anonymous

ἔμπρησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπρησις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, [[ἐμπρησμός]], [[πυρπόλησις]], Ἡρόδ. 8. 55, Πλάτ. Πολ. 470Α· κατὰ πληθυντ., ἐμπρήσεις οἰκιῶν Αἰσχίν. 76. 3.
|lstext='''ἔμπρησις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, [[ἐμπρησμός]], [[πυρπόλησις]], Ἡρόδ. 8. 55, Πλάτ. Πολ. 470Α· κατὰ πληθυντ., ἐμπρήσεις οἰκιῶν Αἰσχίν. 76. 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’incendier, incendie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπίπρημι]].
}}
}}