ἔμπρησις
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ἡ,
A burning, Hdt.8.55, D.H.4.40; οἰκιῶν Pl.R. 470a: pl., ἐμπρήσεις οἰκιῶν Aeschin.3.157.
II inflammation, Gal.12.693.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hdt.8.55]
1 incendio de edificios, esp. en situación bélica, de templos, Hdt.l.c., D.H.4.40, Str.14.1.22, οἰκιῶν Aeschin.3.157, Pl.R.470a, τῶν μηχανημάτων Thphr.Ign.59, ἐμπρήσεις τε καὶ ἀνδροφονίας Ptol.Tetr.2.9.11, τῆς ἐκκλησίας Pall.V.Chrys.11.7.
2 medic. inflamación de órganos internos, Gal.12.693, Ael.Prom.76.15.
German (Pape)
[Seite 817] ἡ, das Anzünden, Verbrennen; Her. 8, 55; οἰκιῶν Plat. Rep. V, 470 a; Folgde.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'incendier, incendie.
Étymologie: ἐμπίπρημι.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπρησις: εως ἡ поджигание, сжигание (сожжение) (τοῦ ἱροῦ Her.; οἰκιῶν Plat., pl. Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπρησις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἐμπρησμός, πυρπόλησις, Ἡρόδ. 8. 55, Πλάτ. Πολ. 470Α· κατὰ πληθυντ., ἐμπρήσεις οἰκιῶν Αἰσχίν. 76. 3.
Greek Monolingual
ἔμπρησις, η (Α)
1. εμπρησμός, πυρπόληση
2. ιατρ. φλόγωση.
Greek Monotonic
ἔμπρησις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ, εμπρησμός, πυρπόληση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἔμπρησις, εως [from ἐμπρήθω n
a conflagration, Hdt.