Anonymous

μάσομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[μαίομαι]].
}}
}}