Anonymous

μελάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγκαρπος''': -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. [[ἀσάφεια]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, [[ὅθεν]] ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.
|lstext='''μελάγκαρπος''': -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. [[ἀσάφεια]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, [[ὅθεν]] ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[καρπός]].
}}
}}