μελάγκαρπος

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκαρπος Medium diacritics: μελάγκαρπος Low diacritics: μελάγκαρπος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: melánkarpos Transliteration B: melankarpos Transliteration C: melagkarpos Beta Code: mela/gkarpos

English (LSJ)

v. μελάγκουρος.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

μελάγκαρπος: приносящий черные плоды (ἀσάφεια Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.

Greek Monolingual

μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].