Anonymous

κένωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κένωσις''': -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ [[εἶναι]] κενόν, οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]]... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. [[κενέωσις]], πόντου κ. ἐπὶ [[πέδον]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) [[ἐλάττωσις]] τοῦ αἵματος, πενιχρὰ [[δίαιτα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.
|lstext='''κένωσις''': -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ [[εἶναι]] κενόν, οὐχὶ [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]]... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. [[κενέωσις]], πόντου κ. ἐπὶ [[πέδον]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) [[ἐλάττωσις]] τοῦ αἵματος, πενιχρὰ [[δίαιτα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />vacuité, état d’un corps vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}