3,274,817
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεῖραρ''': ἐν Πινδ. Ο. 2. 57 πεῖρας, -ᾰτος, τό· (ἴδε [[περάω]] Α)· - Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἀντὶ [[πέρας]], [[τέλος]], [[ἄκρον]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὐδ’ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ’ [[ἵκηαι]] γαίης καὶ πόντοιο Ἰλ. Θ. 478· ἐς [[Ἠλύσιον]] [[πεδίον]] καὶ π. γαίης Ὀδ. Δ. 463· ἐς π. Ὠκεανοῖο Λ. 13. 2) ἀπολ., πείρατα, τὰ [[ἄκρα]] [[σχοινίων]] (πρβλ. [[πειραίνω]]), ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατ’ [[ἀνήφθω]], «ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατα ἀνῆφθαι λέγει ἀντὶ τοῦ, τὰ πείρατα τῶν [[σχοινίων]] ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ [[ἐκεῖ]] περὶ τὴν ἱστοπέδην» (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 51, 162, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 129· μεταφορ., πολέμοιο ... [[πεῖραρ]] τάνυσσαν (ἴδε [[τανύω]] Ι. 3, [[ἐπαλλάσσω]] Ι) Ἰλ. Ν. 359. ΙΙ. τὸ [[τέλος]] ἢ [[ἀποτέλεσμα]] πράγματός τινος, [[ἄμφω]] δ’ ἱέσθην ἐπὶ ἵστορι [[πεῖραρ]] ἑλέσθαι, «ἀμφότεροι δὲ ἐβούλοντο ἐπὶ μάρτυρι [[πέρας]] λαβεῖν καὶ δικάσασθαι» (Θ. Γαζῆς), Σ. 501· ἐπὶ πείρατ’ ἀέθλων ἤλθομεν Πινδ. Π. 4. 391· ἑκάστου πείρατ’ ἔειπεν, «ἑκάστου [[τέλος]] ἐδήλωσεν, [[ἤγουν]] τὸ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἀποβησόμενον», (Σχ.) Ἰλ. Ψ. 350, πρβλ. [[συντανύω]]· - [[συχν]]. πλεοναστικῶς (ὡς τὸ [[τέλος]]), πείρατα νίκης, δηλ. [[νίκη]], Η. 102, πρβλ. Ἀρχίλ. 50· πείρατ’ ὀλέθρου, ὃ ἐστιν [[ὄλεθρος]], Ἰλ. Ζ. 143, Ὀδ. Χ. 33, κτλ.· [[πεῖραρ]] ὀϊζύος Ε. 289· πεῖρας θανάτου Πινδ. Ο. 2. 57. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀποπερατοῦν πρᾶγμά τι· [[ὅθεν]] τοῦ χρυσοχόου τὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ὅμηρον καλοῦνται πείρατα τέχνης, ὅ ἐστι περατωτικά, δι’ ὧν ἡ χαλευτικὴ [[τέχνη]] τελειοποιεῖται, Ὀδ. Γ. 433, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 428, Ἀριστείδ. 2. 386. | |lstext='''πεῖραρ''': ἐν Πινδ. Ο. 2. 57 πεῖρας, -ᾰτος, τό· (ἴδε [[περάω]] Α)· - Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἀντὶ [[πέρας]], [[τέλος]], [[ἄκρον]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὐδ’ εἴ κε τὰ νείατα πείραθ’ [[ἵκηαι]] γαίης καὶ πόντοιο Ἰλ. Θ. 478· ἐς [[Ἠλύσιον]] [[πεδίον]] καὶ π. γαίης Ὀδ. Δ. 463· ἐς π. Ὠκεανοῖο Λ. 13. 2) ἀπολ., πείρατα, τὰ [[ἄκρα]] [[σχοινίων]] (πρβλ. [[πειραίνω]]), ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατ’ [[ἀνήφθω]], «ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] πείρατα ἀνῆφθαι λέγει ἀντὶ τοῦ, τὰ πείρατα τῶν [[σχοινίων]] ἐνδεδέσθαι ἢ τοῦ Ὀδυσσέως ἢ [[ἐκεῖ]] περὶ τὴν ἱστοπέδην» (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 51, 162, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 129· μεταφορ., πολέμοιο ... [[πεῖραρ]] τάνυσσαν (ἴδε [[τανύω]] Ι. 3, [[ἐπαλλάσσω]] Ι) Ἰλ. Ν. 359. ΙΙ. τὸ [[τέλος]] ἢ [[ἀποτέλεσμα]] πράγματός τινος, [[ἄμφω]] δ’ ἱέσθην ἐπὶ ἵστορι [[πεῖραρ]] ἑλέσθαι, «ἀμφότεροι δὲ ἐβούλοντο ἐπὶ μάρτυρι [[πέρας]] λαβεῖν καὶ δικάσασθαι» (Θ. Γαζῆς), Σ. 501· ἐπὶ πείρατ’ ἀέθλων ἤλθομεν Πινδ. Π. 4. 391· ἑκάστου πείρατ’ ἔειπεν, «ἑκάστου [[τέλος]] ἐδήλωσεν, [[ἤγουν]] τὸ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἀποβησόμενον», (Σχ.) Ἰλ. Ψ. 350, πρβλ. [[συντανύω]]· - [[συχν]]. πλεοναστικῶς (ὡς τὸ [[τέλος]]), πείρατα νίκης, δηλ. [[νίκη]], Η. 102, πρβλ. Ἀρχίλ. 50· πείρατ’ ὀλέθρου, ὃ ἐστιν [[ὄλεθρος]], Ἰλ. Ζ. 143, Ὀδ. Χ. 33, κτλ.· [[πεῖραρ]] ὀϊζύος Ε. 289· πεῖρας θανάτου Πινδ. Ο. 2. 57. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀποπερατοῦν πρᾶγμά τι· [[ὅθεν]] τοῦ χρυσοχόου τὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ὅμηρον καλοῦνται πείρατα τέχνης, ὅ ἐστι περατωτικά, δι’ ὧν ἡ χαλευτικὴ [[τέχνη]] τελειοποιεῖται, Ὀδ. Γ. 433, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 428, Ἀριστείδ. 2. 386. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>A. I.</b> terme, extrémité, fin ; τὰ πείρατα les extrémités de la terre, de la mer ; <i>particul.</i> extrémité d’un câble, bout d’une corde;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> but, terme, fin : [[πεῖραρ]] [[ἑλέσθαι]] IL atteindre le but, <i>càd</i> terminer une contestation;<br /><b>2</b> le plus haut point, l’extrémité, le dernier degré, le terme;<br /><b>3</b> point extrême d’une chose, partie essentielle;<br /><b>B.</b> ce qui donne à une chose son achèvement.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, traverser ; cf. [[πέρα]], [[πέρας]]. | |||
}} | }} |